- ἀποσχέσθαι
- ἀποσχέσθαι: see ἀπέχω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀποσχέσθαι — ἀπέχω keep off or away from aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)